- αιμομείκτης
- αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμομείκτης — ο θηλ. κτρια και χτης θηλ. χτρα αυτός που συνευρίσκεται με στενό εξ αίματος συγγενή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμομίκτης — και αιμομείκτης, ο (Μ αἱμομίκτης) (Ν θηλ. ίκτρια και χτρα) αυτός που συνουσιάζεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + μικτης < μειγνύω] … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek